- ἀνακραγγαίνω
- ἀνα-κραγγαίνω· ἀνακράζω, Hsch.:—also [suff] ἀνα-κραγγάνω, Phot.p.114R.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανακραγγάνω — ἀνακραγγάνω και ἀνακραγγαίνω (Α) ανακράζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κραγγάνω < κραγγών «καρακάξα»] … Dictionary of Greek